ΤΣΑΚΩΝΙΑ
Ονομάζεται "Τσακωνιά" η περιοχή της νοτιοανατολικής Κυνουρίας που εκτείνεται από τις ανατολικές υπώρειες του Πάρνωνα μέχρι τον Αργολικό κόλπο, σε μήκος 30-40 χλμ. και πλάτος 20-25 χλμ. (παλαιότερα η έκτασή της φαίνεται ότι ήταν μεγαλύτερη). Σήμερα η περιοχή αυτή μοιράζεται μεταξύ των Δήμων Βόρειας Κυνουρίας, Τυρού και Λεωνιδίου.
Στην Τσακωνιά ανήκουν: το Λεωνίδιο, ο Τυρός, τα Μέλανα, ο Άγιος Ανδρέας, ο Πραστός, η Καστάνιτσα, η Σίταινα, τα Σαπουνακέικα, η Πραματευτή και μικροί συνοικισμοί όπως η Σαμπατική, η Βασκίνα, το Λιβάδι, η Φούσκα κ.ά. μικρούς.
Οι Τσάκωνες είναι άμεσοι απόγονοι των Δωριέων και στα απομονωμένα μέρη τους, διατήρησαν ανόθευτη τη ρίζα τους, τα ήθη και έθιμά τους. Γενάρχης τους είναι ο Δώρος, γιος του Έλληνα και της νύφης Ορεκίδας. Η Κυνουρία, ιδίως η παραλιακή (σημερινή Τσακωνιά), απετέλεσε το μήλον της έριδας ανάμεσα στους Λακεδαιμόνιους, Αργείους και Αθηναίου. Κατά τη Ρωμαιοκρατία οι Τσάκωνες παρέμειναν απομονωμένοι στα δύσβατα και δυσπρόσιτα μέρη τους. Έτσι, διατηρούν ανόθευτα τη δωρική τους καταγωγή, τη διάλεκτο τους τα ήθη – έθιμα τους. Οι φοβερές επιδρομές των Σλάβων στην Ελλάδα και την Πελοπόννησο επηρέασαν τους Τσάκωνες και τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν άλλοι ανατολικότερα, στις πλαγιές του Πάρνωνα και άλλοι στον Πόντο, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κάτω Ιταλία. Οι Σλάβοι που καθυπόταξαν ολόκληρη την Πελοπόννησο, μόνο την Τσακωνιά δεν κατάφεραν να υποδουλώσουν.
Από την εποχή του Ιουστινιανού (527 μ.Χ.) οι Τσάκωνες αποτελούν τα επίλεκτα σώματα των καστρφυλάκων και της σωματοφυλακής των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ώστε στο βυζαντινό στρατό να υπάρχει αξίωμα: «Στρατοπεδάρχης των Τσακώνων». Κατά τη Φραγκοκρατία η Τσακωνιά παραμένει πιστή στο Βυζάντιο και δίνει σκληρούς αγώνες εναντίον του κατακτητή.
Κατά την πρώτη Τουρκοκρατία (1453 – 1715 μ.Χ.) οι Τσάκωνες βοηθούν τους Ενετούς στον κατά των Τούρκων αγώνα τους. Μετά το 1715 μ.Χ. η Τσακωνιά αναπτύσσεται οικονομικά και κοινωνικά και το 1819 χωρίζεται η Κυνουρία σε βιλαέτι του Πραστού και Αγίου Πέτρου.
Οι Τσάκωνες προσέφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα. Μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας, η Τσακωνιά συνέχισε την προσφορά της σ’ όλους τους τομείς του Εθνικού βίου και, διατήρησε ως σήμερα τη Δωρική καταγωγή της με την Τσακώνικη διάλεκτο τον Τσακώνικο χορό, την ενδυμασία και τα ξεχωριστά ήθη και έθιμα.
Βασικά χαρακτηριστικά των Τσακώνων, καθ' όλη την ιστορική τους διαδρομή, είναι η περηφάνεια και το αδούλωτο φρόνημα, πράγμα που το παραδέχονται-έστω και έμμεσα- ακόμα και αυτοί που είναι αρνητικά προκατειλημμένοι, όπως είναι ο Τούρκος περιηγητής Evliya Tchelebi. Ο περιηγητής, που περιηγήθηκε την Ελλάδα, ήρθε και στη Λακωνία, έφθασε δε και στη Μονεμβασία κατά το έτος 1668. Η περιγραφή της Τσακωνιάς του Τούρκου περιηγητή περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Γάλλου Η. Pernot "Εισαγωγή στη μελέτη Τσακωνικής Διαλέκτου".
Την ιδιαίτερη οντότητά τους την οφείλουν οι Τσάκωνες στα διαφορετικά -σε σχέση με τους λοιπούς Έλληνες- πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, όπως είναι η τσακώνικη διάλεκτος, ο τσακώνικος χορός και η τσακώνικη φορεσιά.
Ονομάζεται "Τσακωνιά" η περιοχή της νοτιοανατολικής Κυνουρίας που εκτείνεται από τις ανατολικές υπώρειες του Πάρνωνα μέχρι τον Αργολικό κόλπο, σε μήκος 30-40 χλμ. και πλάτος 20-25 χλμ. (παλαιότερα η έκτασή της φαίνεται ότι ήταν μεγαλύτερη). Σήμερα η περιοχή αυτή μοιράζεται μεταξύ των Δήμων Βόρειας Κυνουρίας, Τυρού και Λεωνιδίου.
Στην Τσακωνιά ανήκουν: το Λεωνίδιο, ο Τυρός, τα Μέλανα, ο Άγιος Ανδρέας, ο Πραστός, η Καστάνιτσα, η Σίταινα, τα Σαπουνακέικα, η Πραματευτή και μικροί συνοικισμοί όπως η Σαμπατική, η Βασκίνα, το Λιβάδι, η Φούσκα κ.ά. μικρούς.
Οι Τσάκωνες είναι άμεσοι απόγονοι των Δωριέων και στα απομονωμένα μέρη τους, διατήρησαν ανόθευτη τη ρίζα τους, τα ήθη και έθιμά τους. Γενάρχης τους είναι ο Δώρος, γιος του Έλληνα και της νύφης Ορεκίδας. Η Κυνουρία, ιδίως η παραλιακή (σημερινή Τσακωνιά), απετέλεσε το μήλον της έριδας ανάμεσα στους Λακεδαιμόνιους, Αργείους και Αθηναίου. Κατά τη Ρωμαιοκρατία οι Τσάκωνες παρέμειναν απομονωμένοι στα δύσβατα και δυσπρόσιτα μέρη τους. Έτσι, διατηρούν ανόθευτα τη δωρική τους καταγωγή, τη διάλεκτο τους τα ήθη – έθιμα τους. Οι φοβερές επιδρομές των Σλάβων στην Ελλάδα και την Πελοπόννησο επηρέασαν τους Τσάκωνες και τους ανάγκασαν να μεταναστεύσουν άλλοι ανατολικότερα, στις πλαγιές του Πάρνωνα και άλλοι στον Πόντο, στα νησιά του Αιγαίου και στην Κάτω Ιταλία. Οι Σλάβοι που καθυπόταξαν ολόκληρη την Πελοπόννησο, μόνο την Τσακωνιά δεν κατάφεραν να υποδουλώσουν.
Από την εποχή του Ιουστινιανού (527 μ.Χ.) οι Τσάκωνες αποτελούν τα επίλεκτα σώματα των καστρφυλάκων και της σωματοφυλακής των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ώστε στο βυζαντινό στρατό να υπάρχει αξίωμα: «Στρατοπεδάρχης των Τσακώνων». Κατά τη Φραγκοκρατία η Τσακωνιά παραμένει πιστή στο Βυζάντιο και δίνει σκληρούς αγώνες εναντίον του κατακτητή.
Κατά την πρώτη Τουρκοκρατία (1453 – 1715 μ.Χ.) οι Τσάκωνες βοηθούν τους Ενετούς στον κατά των Τούρκων αγώνα τους. Μετά το 1715 μ.Χ. η Τσακωνιά αναπτύσσεται οικονομικά και κοινωνικά και το 1819 χωρίζεται η Κυνουρία σε βιλαέτι του Πραστού και Αγίου Πέτρου.
Οι Τσάκωνες προσέφεραν ανυπολόγιστες υπηρεσίες στον υπέρ ανεξαρτησίας αγώνα. Μετά την απελευθέρωση της πατρίδας μας, η Τσακωνιά συνέχισε την προσφορά της σ’ όλους τους τομείς του Εθνικού βίου και, διατήρησε ως σήμερα τη Δωρική καταγωγή της με την Τσακώνικη διάλεκτο τον Τσακώνικο χορό, την ενδυμασία και τα ξεχωριστά ήθη και έθιμα.
Βασικά χαρακτηριστικά των Τσακώνων, καθ' όλη την ιστορική τους διαδρομή, είναι η περηφάνεια και το αδούλωτο φρόνημα, πράγμα που το παραδέχονται-έστω και έμμεσα- ακόμα και αυτοί που είναι αρνητικά προκατειλημμένοι, όπως είναι ο Τούρκος περιηγητής Evliya Tchelebi. Ο περιηγητής, που περιηγήθηκε την Ελλάδα, ήρθε και στη Λακωνία, έφθασε δε και στη Μονεμβασία κατά το έτος 1668. Η περιγραφή της Τσακωνιάς του Τούρκου περιηγητή περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Γάλλου Η. Pernot "Εισαγωγή στη μελέτη Τσακωνικής Διαλέκτου".
Την ιδιαίτερη οντότητά τους την οφείλουν οι Τσάκωνες στα διαφορετικά -σε σχέση με τους λοιπούς Έλληνες- πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, όπως είναι η τσακώνικη διάλεκτος, ο τσακώνικος χορός και η τσακώνικη φορεσιά.